Οι τραυματισμοί από το κρύο προκαλούνται από ανισορροπία μεταξύ παραγωγής και εκπομπής θερμότητας από το σώμα. Οι αθλητές με τραυματισμούς από το κρύο αδυνατούν να διατηρήσουν την ομοιόσταση και να ισορροπήσουν την παραγωγή θερμότητας με την απώλεια.
Σε κρύες συνθήκες, η ομοιοστατική απάντηση του σώματος είναι η περιφερική αγγειοσύσπαση σε μία προσπάθεια να περιοριστεί η ποσότητα του θερμού αίματος που κυκλοφορεί στην περιφέρεια, όπου η αποθηκευμένη θερμότητα εκπέμπεται στο περιβάλλον.
Εάν αυτό δεν επαρκεί να διατηρήσει τη θερμοκρασία του σώματος, το σώμα αυξάνει το μεταβολικό του ρυθμό με έναρξη ρίγους. Όπως και με την άσκηση, αυτές οι μυικές συσπάσεις παράγουν θερμότητα ως παράλληλο αποτέλεσμα του μεταβολισμού τους, η οποία βοηθά στη διατήρηση της θερμοκρασίας του σώματος.
Εάν αυτοί οι προσαρμοστικοί μηχανισμοί υπερσκελιστούν από την εκπομπή μεγάλων ποσοτήτων ενέργειας στο περιβάλλον, προκαλείται υποθερμία. Το κρύο, η υγρασία και ο άνεμος συμβάλλουν στην υποθερμία. Το νερό είναι πολύ καλύτερος αγωγός θερμότητας από τον αέρα, με αποτέλεσμα η άσκηση υπό βροχή ή μεγάλη υγρασία, να οδηγεί σε πολύ μεγαλύτερο ρυθμό εκπομπής θερμότητας. Ο άνεμος επίσης έχει ένα σημαντικό ρόλο στην εκπομπή θερμότητας μέσω εξάτμισης και μεταγωγής, έτσι ώστε οι υψηλότερες ταχύτητες ανέμου να προκλούν ταχύτερους ρυθμούς εκπομπής θερμότητας.
Υποθερμία
Η υποθερμία ορίζεται ως η θερμοκρασία σώματος κάτω των 35C. Η ήπια υποθερμία συνίσταται σε θερμοκρασίες σώματος 33C έως 36C, η μέτρια υποθερμία σε θερμοκρασίες σώματος από 29C έως 32C, και η βαρειά υποθερμία κάτω των 28C. Ο μόνος ακριβής τρόπος μέτρησης της θερμοκρασίας του σώματος είναι η μέτρηση από το ορθό με θερμόμετρο ικανό να διαβάζει θερμοκρασίς κάτω των 34C.
Οι συνθήκες του περιβάλλοντος παίζουν καθοριστικό ρόλο στον καθορισμό του ρυθμού της εκπομπής θερμότητας. Οι κρύες, υγρές και με αέρα συνθήκες παρουσιάζουν το μεγαλύτερο κίνδυνο για αυξημένες απώλειες θερμότητας.
Άτομα με υψηλά επίπεδα λίπους και μυικής μάζας στο σώμα είναι ικανά να διατηρήσουν καλύτερα τη θερμοκρασία του σώματός τους από τους αδύνατους αθλητές. Επίσης, παιδιά μέχρι 11- 12 ετών και μεγαλύτεροι σε ηλικία αθλητές (>60 ετών) διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο τραυματισμών από το κρύο, λόγω περιορισμού ή καθυστέρησης της θερμορυθμιστικής ικανότητας. Κάποια φάρμακα (κατασταλτικά του κεντρικού νευρικού συστήματος, φαινοθειαζίδες) και κάποιες ιατρικές καταστάσεις (υπογλυκαιμία, υποθυρεοειδισμός, περιφερική νευροπάθεια, εξάντληση, υποσιτισμός, κάπνισμα, ψυχικές νόσοι), όπως επίσης η κατανάλωση οινοπνεύματος, επίσης συνδέονται με την υποθερμία. Όλοι αυτοί οι παράγοντες αναστέλλουν την ικανότητα του σώματος να διατηρήσει τη θερμοκρασία μέσω μειωμένης παραγωγής θερμότητας, αυξημένης εκπομπής θερμότητας στο περιβάλλον και έλλειψης αίσθησης των περιφερικών τραυματισμών από το κρύο.
Οι αθλητές με ήπια υποθερμία, συχνά έχουν έντονο ρίγος, αυξημένη αρτηριακή πίεση, διαταραχές της λεπτής κινητικότητας, λήθαργο, απάθεια, και ήπια αμνησία. Με την πρόοδο σε μέτρια υποθερμία, το ρίγος παύει, μπορεί να παρουσιαστούν καρδιακές διαταραχές και καταστολή των ζωτικών σημείων. Οι εκδηλώσεις της σοβαρής υποθερμίας περιλαμβάνουν διαταραχές της νοητικής κατάστασης, δυσαρθρία, απώλεια συνείδησης, σοβαρές καρδιακές αρρυθμίες και διαταραχές της αδρής κινητικότητας.
Η πρόληψη είναι η καλύτερη στρατηγική αντιμετώπισης της υποθερμίας με την ένδυση να παίζει σημαντικό ρόλο στην πρόληψη. Οι πολλαπλές στοιβάδες ένδυσης είναι η καλύτερη επιλογή. Η εσωτερική στοιβάδα (εσώρουχο) πρέπει να είναι ελαφρά και να επιτρέπει μεταφορά της υγρασίας από το δέρμα στην εξωτερική βαθμίδα με ελάχιστη απορρόφηση της. Οι μεσαίες στοιβάδες παρέχουν τη μεγαλύτερη μόνωση, ενώ η εξωτερική στοιβάδα παρέχει αντίσταση στη βροχή και τον άνεμο, αλλά επιτρέπει την εξάτμιση του ιδρώτα στο περιβάλλον. Καθώς η ένταση της άσκησης αυξάνεται, οι στοιβάδες μπορούν να αφαιρεθούν προς αποφυγή υπερβολικής εφίδρωσης, η οποία θα μπορούσε να επιφέρει ανεπιθύμητη ψύξη κατά την ανάπαυση.
Ο αθλητής με υποθερμία πρέπει να μεταφερθεί σε ζεστό, προστατευμένο περιβάλλον, στο οποίο να αφαιρεθούν όλα τα βρεγμένα ρούχα και ο ασθενής να ξαναζεσταθεί. Οι περισσότεροι ασθενείς έχουν έλλειψη γλυκογόνου και εφόσον μπορούν να προσλάβουν υγρά, μπορεί να χορηγηθούν υδατάνθρακες. Η επαναθέρμανση μπορεί να επιτευχθεί τόσο με παθητικές μεθόδους (δηλαδή ζεστά ρούχα) για τις περιπτώσεις της ήπιας υποθερμίας, όσο και ενεργητικές μεθόδους σε βαρύτερες περιπτώσεις (θερμαντικές συσκευές ή και ζεστά ενδοφλέβια υγρά, ή θερμό υγροποιημένο οξυγόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις).
Κρυοπαγήματα
Το κρυοπάγημα συμβαίνει όταν οι ιστοί παγώνουν και είναι πιο σύνηθες στις εκτεθειμένες επιφάνειες της κεφαλής και των άκρων ως αποτέλεσμα περιφερικής αγγειοσύσπασης. Τα επιπολής (επιφανειακά) και εν τω βάθει (βαθειά) κρυοπαγήματα διακρίνονται με βάση το βάθος του τραύματος. Στο επιφανειακό κρυοπάγημα έχουμε οίδημα, ερυθρότητα, δέρμα φαιό ή στικτό, δυσκαμψία και παροδικές αιμωδίες ή καυσαλγία. Στα εν τω βάθει κρυοπαγήματα, παρατηρούμε επιπλέον, σκληρούς ιστούς χωρίς σπαργή, φλύκταινες και αιμωδία ή αναισθησία.
Οι παράγοντες κινδύνου είναι παρόμοιοι με αυτούς της υποθερμίας με επιπλέον παράγοντες τη χρήση βαζελίνης και την ένδυση με στενά ρούχα και υποδήματα ή οποιαδήποτε άλλου μέσου θα μπορούσε να περιορίσει τη ροή του αίματος στα άκρα. Η χρήση βαζελίνης από ορισμένους αθλητές, λόγω της αίσθησης θερμότητας που προσφέρει, αναστέλλει το φυσιολογικό προστατευτικό μηχανισμό και επιφέρει τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Σε περίπτωση κρυοπαγήματος πρέπει να αξιολογήσουμε τον ασθενή και για πιθανή υποθερμία με λήψη θερμοκρασίας, να αφαιρέσουμε όλα τα περιοριστικά ή/και βρεγμένα ενδύματα και υποδήματα, να τον μεταφέρουμε σε ζεστό περιβάλλον και να ζεστάνουμε τα άκρα. Η θέρμανση των άκρων θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μόνο εφόσον δεν θα εκτεθεί εκ νέου ο ασθενής στο κρύο, γιατί αυτό επιβαρύνει τις καταστροφές, και γίνεται με θερμό λουτρό στους 40C-42C για 10-15 λεπτά. Το οινόπνευμα, η νικοτίνη και άλλοι περιφερικοί αγγειοδιαστολείς θα πρέπει να αποφεύγονται σε αυτή τη φάση.
Οι ορώδεις φλύκταινες πρέπει να καθαρίζονται, αλλά οι αιμορραγικές μόνο εάν περιορίζουν την κίνηση. Το άκρο πρέπει να ναρθηκοποιείται και να τίθεται σε ανάρροπη θέση, ενώ αντιβιοτικά χορηγούνται μόνο εφόσον υπάρχουν σημάδια λοίμωξης. Μπορούν να χορηγηθούν αντιφλεγμονώδη για τον έλεγχο του πόνου και της φλεγμονής. Συχνά η πραγματική έκταση της βλάβης μπορεί να φανεί μετά από αρκετο καιρό, οπότε και θα γίνει ο χειρουργικός καθαρισμός, με απώτερες επιπλοκές που μπορεί να περιλαμβάνει σημαντική αναπηρία, ιδιαίτερα στους σκελετικά ανώριμους αθλητές (παιδιά και εφήβους).
Λιλικάκης Αναστάσιος, Χειρουργός ορθοπαιδικός
Πηγή: www.iatronet.gr