Σήμερα, υπάρχουν πολλές μορφές αερόβιας προπόνησης όπως επίσης και μια μεγάλη γκάμα εξοπλισμού οικιακής χρήσης, από τις παραπάνω όμως η πιο διαδεδομένεςκαι οικονομικές μορφές παγκοσμίως είναι το τρέξιμο και το περπάτημα.
Πολύς λόγος έχει γίνει και για τις δύο μορφές άσκησης ενώ έρευνες στο παρελθόν έχουν αναδείξει τα θετικά και τα αρνητικά, τις ενδείξεις και τις αντενδείξεις και των δύο.
Σε μια προσπάθεια να συνοψίσουμε και να αξιολογήσουμε τα παραπάνω θα πρέπει αρχικά να προσδιορίσουμε τις ανάγκες κάθε ασκούμενου.
Αν η ανάγκη είναι η μείωση του σωματικού βάρους, τότε αποδεδειγμένα το τρέξιμο υπερέχει του περπατήματος. Στη μονάδα του χρόνου, η κατανάλωση θερμίδων στο τρέξιμο είναι υπερδιπλάσια αυτής του περπατήματος. Αν δηλαδή ο ασκούμενος τρέξει για 30 λεπτά τότε οι θερμίδες θα είναι διπλάσιες από το να περπάταγε το ίδιο χρονικό διάστημα.
Μπορεί όμως ο κάθε ένας να τρέξει; Μελέτες έχουν δείξει πως η επιβάρυνση που δέχονται οι αρθρώσεις σε κάθε φάση αναχαίτισης στο τρέξιμο, (τη στιγμή δηλαδή που προσγειώνεται η πτέρνα στο έδαφος)είναι ίση με το τριπλάσιο του σωματικού βάρους του ασκούμενου. Φανταστείτε λοιπόν πόσο επιβαρυντικό είναι το τρέξιμο για τις αρθρώσεις ειδικότερα όταν υπάρχει επιπλέον σωματικό βάρος ή κάποια μυοσκελετική κάκωση.
Ειδικότερα, σε χονδροπάθειες, συνδεσμικές κακώσεις, κακώσεις μηνίσκων, οστεοπορωτικά άτομα (κυρίως γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση), μυϊκές θλάσεις στην οξεία τους φάση, παθολογίες σπονδυλικής στήλης (π.χ. κυφολόρδωση, σκολίωση), άτομα με διαταραχές της εμβιομηχανικής του σώματός τους ( π.χραιβογονία, βλαισογονία ) και ορθοπεδικά χειρουργεία.
Λόγω της αυξημένης επιβάρυνσης και της επαναληψιμότητας της άσκησης, το τρέξιμο δεν θα πρέπει να είναι άσκηση εκλογής για τις παραπάνω ομάδες ασκουμένων. Αντιθέτως το περπάτημα έχει πολύ χαμηλότερη επιβάρυνση, ταχύτητα και ρυθμό και έτσι δίνεται στον ασκούμενο ο απαιτούμενος χρόνος για να προσαρμόσει την βιομηχανική της βάδισης στα δικά του πρότυπα.
Δεδομένου του αερόβιου χαρακτήρα τόσο του περπατήματος όσο και του τρεξίματος, η καρδιακή λειτουργία είναι άμεσα συνυφασμένη και με τα δύο. Η καρδιακή άσκηση θα πρέπει να γίνεται με συγκεκριμένες προϋποθέσεις σε συνάρτηση με την καρδιαγγειακή κατάσταση του ασθενούς.
Το περπάτημα είναι άσκηση χαμηλής έντασης οπότε ενδείκνυται για άτομα με ιστορικό στεφανιαίας νόσου ή καρδιοχειρουργημένους. Πέραν της χαμηλής έντασης, ο ρυθμός αύξησης της καρδιακής συχνότητας στο περπάτημα είναι μικρότερος και ελέγχεται ευκολότερα από άτομα με μέτρια φυσική κατάσταση. Αντίθετα στο τρέξιμο ο ρυθμός αυτός είναι μεγαλύτερος, η συγκεκριμένη άσκηση είναι υψηλής έντασης οπότε για άτομα με τέτοιου είδους ιστορικό μπορεί να αποβεί επιβλαβής όσο και μοιραία.Ασχέτως ιστορικού, όλοι οι ασκούμενοι ,ειδικότερα οι μεσήλικες, θα πρέπει να υποβάλλονται σε δοκιμασία καρδιακής κόπωσης ( test κοπώσεως), τα αποτελέσματα της οποίας θα καθορίσουν τα επίπεδα αερόβιας άσκησης.
Τέλος, η ίδια η μορφή άσκησης ενέχει πολλές φορές κινδύνους τραυματισμού. Στο τρέξιμο, ο κίνδυνος συνδεσμικής ή μυϊκής κάκωσης είναι σαφώς πολύ μεγαλύτερος από ότι στο περπάτημα. Ο κίνδυνος αυτός αυξάνεται όταν το επίπεδο που γίνετε η άσκηση είναι ακατάλληλο ( π.χ. ανώμαλος δρόμος ), ή με ακατάλληλο εξοπλισμό (π.χ. παπούτσια).
Η σύγχρονη προπονητική έχει εισαγάγει και άλλες μορφές άσκησης που αποτελούν συνδυασμό περπατήματος και τρεξίματος, προσαρμοσμένες στις ανάγκες του ασκούμενου. Πάντοτε η επιλογή της άσκησης θα πρέπει να γίνεται με την καθοδήγηση ιατρού, γυμναστή ή φυσικοθεραπευτή. Η επιλογή , ο χρόνος και η ένταση της άσκησηςπρέπει να γίνονται μετά από εξατομικευμένη προσέγγιση των αναγκών, της κατάστασης της υγείας και του ιατρικού ιστορικού του ασκούμενου.
Πηγή: http://www.action24.gr/
Προϊστάμενος Θεραπευτικών Τμημάτων ΕΓΕΡΣΙΣ